δίκολπος

δίκολπος
δῐ-κολπος, ον,
A with two sinuses, Gal.2.890.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δίκολπος — ον (Α δίκολπος, ον) νεοελλ. (για χώρα ή νήσο) αυτή που τα παράλιά της σχηματίζουν δύο κόλπους αρχ. (για τη μήτρα) αυτή που έχει δύο κόλπους …   Dictionary of Greek

  • δίκολπον — δίκολπος with two sinuses masc/fem acc sg δίκολπος with two sinuses neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”